παρενείρω — παρά , ἐν εἴρω 2 say pres ind act 1st sg (epic ionic) παρά ἐνείρω entwine aor ind mid 2nd sg παρά ἐνείρω entwine aor subj act 1st sg παρά ἐνείρω entwine pres subj act 1st sg παρά ἐνείρω entwine pres ind act 1st sg παρά ἐνείρω entwine aor ind mid… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιχαλώ — ἐπιχαλῶ, άω (Α) 1. χαλαρώνω («τὸν δεσμὸν ἐπιχαλῶντες», Λουκιαν.) 2. παρεμβάλλω, παρενείρω, συνυφαίνω 3. υποχωρώ, ενδίδω («σὺ μὲν θρασύς τε καὶ πικραῑς δύαισιν οὐδὲν ἐπιχαλᾷς» εσύ είσαι σκληρός και δεν υποχωρείς καθόλου στις πικρές σου συμφορές,… … Dictionary of Greek
παρείρω — Α παρεμβάλλω, παρενείρω. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + εἴρω (Ι) «συναρμόζω, συμπλέκω»] … Dictionary of Greek
παρεγγράφω — ΝΜΑ [εγγράφω] νεοελλ. φρ. «παρεγγεγραμμένος κύκλος σε τρίγωνο» μαθημ. κύκλος που εφάπτεται μιας πλευράς και τών προεκτάσεων τών δύο άλλων πλευρών τού τριγώνου (μσν. αρχ.) 1. παρενείρω, εισάγω αντικανονικά ή παράνομα («παρέγραψεν ἑαυτὸν ταῑς… … Dictionary of Greek
παρεμβύω — Α παρενθέτω, παρενείρω, χώνω κάτι κοντά («μεταξὺ οὕτως εὐτελῆ ὀνόματα καὶ δημοτικὰ καὶ πτωχικά πολλὰ παρενέβυστο», Λουκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἐμβύω «κλείνω, αποφράσσω»] … Dictionary of Greek
παρυφαίνω — ΜΑ [υφαίνω] υφαίνω στα πλάγια ή κατά μήκος υφάσματος ή ενδύματος, σχηματίζω κατά την ύφανση παρυφή, γαρνίρω ταινία (α. «ἐσθῆτα παρυφασμένην», Διόδ. β. «ἱμάτιον λευκόν, πῆχυν πορφυροῡν ἔχον παρυφασμένον», Πολυδ.) μσν. παρενείρω σε αφήγηση αρχ. 1.… … Dictionary of Greek
προσενείρω — Α παρενείρω, παρενθέτω επιπροσθέτως («προσενείρει τὸ ἐξ ἀπαιδευσίας πολυανάλωτον», Ιώσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἐνείρω «συμπλέκω, συναρμόζω»] … Dictionary of Greek